- μεταπλόμενοι
- μεταπλόμενοι, οἱ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «οἱ μεταποιηθέντες, οἱ ἐξ ἀνθρώπων γενόμενοι θεοί».[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + πλόμενος, επικ. συγκεκομμ. μτχ. ενεστ. τού πέλομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταπλομένοισι — μεταπλόμενοι the transformed masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)